- πρωΐσπορος
- πρωΐ-σπορος, ον,A sown or to be sown early, ib.8.1.3 (Posit. and [comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωΐσπορος — ον, Α ο σπαρμένος πρώιμα ή αυτός που πρόκειται να σπαρθεί πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. εύ σπορος] … Dictionary of Greek
πρωισπορώτερον — πρωίσπορος sown masc acc comp sg πρωίσπορος sown neut nom/voc/acc comp sg πρωίσπορος sown adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίσπορον — πρωίσπορος sown masc/fem acc sg πρωίσπορος sown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίσπορα — πρωίσπορος sown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωϊσπορούμαι — έομαι, Α [πρωΐσπορος] σπέρνομαι νωρίς, πρώιμα … Dictionary of Greek